- στίλβωθρον
- στίλβ-ωθρον, τό,A cosmetic, Dsc.1.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στίλβωθρον — τὸ, Α βλ. στίλβωτρο … Dictionary of Greek
στιλβώθρῳ — στίλβωθρον cosmetic neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
στίλβωτρο — το, ΝΑ, και στίλβωθρον Α νεοελλ. εργαλείο ή μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη στίλβωση αντικειμένων αρχ. όργανο για επίπαση καλλωπιστικής ουσίας στο πρόσωπο ή η ίδια η καλλωπιστική ουσία («χρῶνται δὲ αὐτῷ αἱ γυναίκες ἐπὶ τῷ προσώπω ἐπί… … Dictionary of Greek